- συστέλλοντας
- συστέλλωdraw togetherpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σουπιά — (sepia). Κοινό όνομα δεκάποδων κεφαλόποδων μαλάκιων, της τάξης των δεκάποδων της υφομοταξίας των διβραγχιωτών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι σηπία. Ένα από τα κοινότερα είδη σ. είναι η σ. η φαρμακευτική (sepia qfficinalis), την οποία θ’… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
καταμυκτηρίζω — (Α) δείχνω την περιφρόνησή μου για κάποιον με μορφασμό συστέλλοντας τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκτηρίζω «δείχνω την περιφρόνησή μου, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
ανεμώνη της θάλασσας — (actiniaria).Κοινή ονομασία κοιλεντερωτών ανθοζώων. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και κυρίως κοντά στις ακτές και με τις παλιρροϊκές μετατοπίσεις των νερών εμφανίζονται κολλημένες πάνω σε βράχους ή σε σκληρά αντικείμενα. Το σαρκώδες και γεμάτο… … Dictionary of Greek